ανθρωπάκης

ανθρωπάκης
ο
βλ. ανθρωπάκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπάκος — κ. ανθρωπάκης, ο κ. ανθρωπάκι, το (υποκορ. του άνθρωπος) 1. μικρόσωμος άνθρωπος 2. μικρό ομοίωμα ανθρώπου 3. μτφ. άνθρωπος τιποτένιος, μικροπρεπής, ασήμαντος, δειλός 4. αγαθός, φιλήσυχος άνθρωπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”